- ναυπρύτανις
- ναυπρῠτᾰνις f. adj.,1 ruling ships κατερεῖς πόθεν ἔλαβες ναυπρύτανιν δαίμονα καὶ τὰν θεμίξενον ἀρετάν (sc. ὦ Αἴγινα: the genius for your mastery of ships) Pae. 6.130
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ναυπρύτανις — ναυπρύτανις, ὁ (Α) 1. αυτός που διοικεί τα πλοία 2. (για θεό) αυτός που είναι κυρίαρχος τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + πρύτανις] … Dictionary of Greek
ναυπρύτανιν — ναυπρύτανις ruling ships fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυς — η (ΑΜ ναῡς, Α ιων. και επικ. τ. νηῡς και δωρ. τ. νᾱς) πλοίο νεοελλ. μτφ. το μεσαίο κλίτος χριστιανικού ναού μσν. επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα πλοίου αρχ. 1. έμβλημα στον θυρεό που εικόνιζε αρχαϊκό πλοίο 2. (γενικά) πολεμικό πλοίο, τριήρης 3. μτφ.… … Dictionary of Greek